- τὦνδρες
- ἄνδρες , ἀνήρnar-masc nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τὤνδρες — ἄνδρες , ἀνήρ nar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
πεινώ — και πεινάω / πεινῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. κατέχομαι από πείνα, έχω πείνα, έχω ανάγκη τροφής 2. επιθυμώ κάτι διακαώς, ποθώ, ορέγομαι κάτι (α. «πεινήσας χρημάτων ἐπλούτησας», Ξεν. β. «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην», ΚΔ) 3.… … Dictionary of Greek